στο λεξικό PONS
inter·com·pa·ny [ˌɪntəˈkʌmpəni, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- intercompany
-
- intercompany profit
- Zwischengewinn αρσ
intercompany sales ΟΥΣ
-
- Innenumsatz αρσ
-
- intercompany [or intercorporate] participation
-
- intercompany [or intercorporate] income
-
- intercompany [or consolidated] profit
-
- intercompany προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
intercompany ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- intercompany
-
intercompany profit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- intercompany profit
- Zwischengewinn αρσ
-
- intercompany
-
- intercompany profit
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- intercompany profit
- Zwischengewinn αρσ