accord [akɔʀ] ΟΥΣ αρσ
1. accord (consentement):
2. accord ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ:
-
- Vereinbarung θηλ
-
- Übereinkunft θηλ
-
- Lohnabschluss αρσ
-
- Preisabsprache θηλ
-
- Demarkationsabrede ειδικ ορολ
-
- Bietungsabkommen ειδικ ορολ
3. accord (harmonie, bonne intelligence):
4. accord ΝΟΜ:
5. accord ΜΟΥΣ:
6. accord ΓΡΑΜΜ, ΓΛΩΣΣ:
ιδιωτισμοί:
II. accord [akɔʀ]
accord-cadre <accords-cadres> [akɔʀkɑdʀ] ΟΥΣ αρσ
non-accord ΟΥΣ αρσ
accord ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.