collectif [kɔlɛktif] ΟΥΣ αρσ
1. collectif ΓΛΩΣΣ:
-
- Kollektivum ουδ
2. collectif ΠΟΛΙΤ:
collectif (-ive) [kɔlɛktif, -iv] ΕΠΊΘ
collectif αρσ
collectif αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- les conventions collectives
- législation applicable aux conventions collectives
- politique applicable aux conventions collectives
- accord tarifaire [ou sur les conventions collectives]