collectif [kɔlɛktif] ΟΥΣ αρσ
1. collectif ΓΛΩΣΣ:
-
- Kollektivum ουδ
2. collectif ΠΟΛΙΤ:
collectif (-ive) [kɔlɛktif, -iv] ΕΠΊΘ
1. collectif (commun):
2. collectif ΨΥΧ:
3. collectif ΓΛΩΣΣ:
-
- Kollektivum ουδ
collectif αρσ
collectif αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- biens collectifs
- équipements collectifs
- logements collectifs
- Wohnblöcke plur
- des équipements sportifs/collectifs