territorial(e) <-aux> [teʀitɔʀjal, jo] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- protection territoriale
- délimitation territoriale
- répartition territoriale
- extension territoriale
- souveraineté territoriale
- domination territoriale
- posséder la souveraineté territoriale
- collectivité locale [ou territoriale]
- accord fondamental/de protection territoriale