communautaire [kɔmynotɛʀ] ΕΠΊΘ
1. communautaire (commun):
- communautaire
-
- communautaire expérience
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- droit communautaire
- accord communautaire
- télévision communautaire καναδ
- Lokalsender αρσ
- autorisation communautaire ΝΟΜ
- Gemeinschaftsgenehmigung ειδικ ορολ
- identité communautaire