partiel [paʀsjɛl] ΟΥΣ αρσ ΠΑΝΕΠ
- partiel
- Klausur θηλ
partiel(le) [paʀsjɛl] ΕΠΊΘ
- partiel(le)
- Teil-
- partiel(le) information, vision
-
- partiel(le) éclipse
-
- partiel(le) élection
- Nach-
- partiel(le) élection
-
- chômage partiel
- Kurzarbeit θηλ
-
- Teilzeitarbeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.