Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fabriquer [fabʀike] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fabriquer (produire):
2. fabriquer (pour tromper):
- fabriqué artisanalement objet
-
- fabriqué artisanalement charcuterie, pain
-
στο λεξικό PONS
I. fabriquer [fabʀike] ΡΉΜΑ μεταβ
II. fabriquer [fabʀike] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. fabriquer [fabʀike] ΡΉΜΑ μεταβ
| je | fabrique |
|---|---|
| tu | fabriques |
| il/elle/on | fabrique |
| nous | fabriquons |
| vous | fabriquez |
| ils/elles | fabriquent |
| je | fabriquais |
|---|---|
| tu | fabriquais |
| il/elle/on | fabriquait |
| nous | fabriquions |
| vous | fabriquiez |
| ils/elles | fabriquaient |
| je | fabriquai |
|---|---|
| tu | fabriquas |
| il/elle/on | fabriqua |
| nous | fabriquâmes |
| vous | fabriquâtes |
| ils/elles | fabriquèrent |
| je | fabriquerai |
|---|---|
| tu | fabriqueras |
| il/elle/on | fabriquera |
| nous | fabriquerons |
| vous | fabriquerez |
| ils/elles | fabriqueront |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fa
- FAB
- fable
- fabliau
- fablier
- fabriques
- fabulateur
- fabulation
- fabuler
- fabulette
- fabuleusement