Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
alliage [aljaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. alliage (produit):
3. alliage (association):
- alliage μτφ
-
I. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. léger (pesant peu):
3. léger (souple):
4. léger (faible):
5. léger (peu concentré):
6. léger (superficiel):
8. léger (frivole):
II. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
léger (-ère) [leʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
2. léger (de faible intensité):
4. léger μειωτ (superficiel):
- léger (-ère)
-
léger (-ère) [leʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
2. léger (de faible intensité):
4. léger μειωτ (superficiel):
- léger (-ère)
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aller
- allergène
- allergie
- allergique
- allergisant
- alliage léger
- alliance
- allié
- allier
- Alliés
- alligator