Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
égalité [eɡalite] ΟΥΣ θηλ
1. égalité (parité) (gén) ΠΟΛΙΤ:
- égalité
-
2. égalité ΑΘΛ:
3. égalité (uniformité):
-
- égalité θηλ
-
- égalité θηλ
-
- égalité!
στο λεξικό PONS
égalité [egalite] ΟΥΣ θηλ
1. égalité (absence de différences):
3. égalité ΜΑΘ:
- égalité
-
-
- égalité θηλ
-
- égalité θηλ
-
- égalité θηλ
égalité [egalite] ΟΥΣ θηλ
1. égalité (absence de différences):
3. égalité math:
- égalité
-
-
- égalité θηλ
-
- égalité θηλ
-
- égalité θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.