στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. fitting [βρετ ˈfɪtɪŋ, αμερικ ˈfɪdɪŋ] ΟΥΣ
1. fitting (standardized part):
2. fitting (for clothes, hearing aid):
II. fitting [βρετ ˈfɪtɪŋ, αμερικ ˈfɪdɪŋ] ΕΠΊΘ
1. fitting (apt):
I. attillato [attilˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
attillato → attillare
II. attillato [attilˈlato] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.