shite [βρετ ʃʌɪt, αμερικ ʃaɪt] ΟΥΣ οικ
shite → shit
I. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΟΥΣ οικ
2. shit (act of excreting):
3. shit:
III. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΕΠΙΦΏΝ
IV. shit <forma in -ing ecc. shitting, παρελθ/μετ παρακειμ shat> [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
VI. to shit oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
VII. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.