στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 self-satisfied [βρετ ˌsɛlfˈsatɪsfʌɪd, αμερικ sɛlf ˈsædəˌsfaɪd] ΕΠΊΘ μειωτ
 
  
 I. compiaciuto [kompjaˈtʃuto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
compiaciuto → compiacere
II. compiaciuto [kompjaˈtʃuto] ΕΠΊΘ
I. compiacere [kompjaˈtʃere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. compiacere [kompjaˈtʃere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
-  compiacere a qn
-  
III. compiacersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. compiacersi:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
