στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
armor
armor → armour
I. armour, armor [βρετ ˈɑːmə, αμερικ ˈɑrmər] ΟΥΣ
1. armour ΙΣΤΟΡΊΑ (clothing):
2. armour (protective covering):
I. armour, armor [βρετ ˈɑːmə, αμερικ ˈɑrmər] ΟΥΣ
1. armour ΙΣΤΟΡΊΑ (clothing):
2. armour (protective covering):
body armour, body armor [βρετ, αμερικ ˈbɑdi ˈɑrmər] ΟΥΣ
armour-piercing [ˌɑːmərˈpɪəsɪŋ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.