Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
armor αμερικ
armor → armour
armour βρετ, armor αμερικ [βρετ ˈɑːmə, αμερικ ˈɑrmər] ΟΥΣ
2. armour (protective covering):
armour βρετ, armor αμερικ [βρετ ˈɑːmə, αμερικ ˈɑrmər] ΟΥΣ
2. armour (protective covering):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.