ar·mor ΟΥΣ no pl αμερικ, αυστραλ
armor → armour
ar·mour, αμερικ ar·mor [ˈɑ:məʳ, αμερικ ˈɑ:rmɚ] ΟΥΣ no pl
ar·mour, αμερικ ar·mor [ˈɑ:məʳ, αμερικ ˈɑ:rmɚ] ΟΥΣ no pl
ˈar·mour-pierc·ing ΕΠΊΘ ΣΤΡΑΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.