Oxford Spanish Dictionary
I. rich <richer richest> [αμερικ rɪtʃ, βρετ rɪtʃ] ΕΠΊΘ
1.2. rich (opulent):
1.3. rich (abundant):
2.1. rich:
2.2. rich:
στο λεξικό PONS
I. rich [rɪtʃ] -er, -est ΕΠΊΘ
1. rich:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.