στο λεξικό PONS
I. whole·sale [ˈhəʊlseɪl, αμερικ ˈhoʊl-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. wholesale προσδιορ (of bulk sales):
2. wholesale usu μειωτ (on large scale):
activity ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wholesale activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
wholesale ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.