στο λεξικό PONS
be·ˈhav·ior ΟΥΣ αμερικ
behavior → behaviour
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. trav·el <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈtrævəl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. travel (journey):
3. travel οικ (speed):
4. travel (react to travelling):
II. trav·el <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈtrævəl] ΡΉΜΑ μεταβ
III. trav·el [ˈtrævəl] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
travel behaviour ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
travel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- trauma center
- traumatic
- traumatize
- travail
- travel
- travel behaviour
- travel book
- travel bureau
- travel card
- travel cot
- travel demand