στο λεξικό PONS
run·ner [ˈrʌnəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
3. runner (messenger):
4. runner μειωτ (smuggler):
8. runner (for table):
-
- Tischläufer αρσ
9. runner ΝΟΜ αργκ (criminal):
ˈdis·tance run·ner ΟΥΣ
ˈmara·thon run·ner ΟΥΣ
ˈgun-run·ner ΟΥΣ
ˈfront-run·ner ΟΥΣ also μτφ
scar·let ˈrun·ner ΟΥΣ ΒΟΤ, ΜΑΓΕΙΡ
run·ner ˈbean ΟΥΣ βρετ
-
- Stangenbohne θηλ
stair runner ΟΥΣ
-
- Treppenläufer αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
book runner ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Bookrunner αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
subterranean runner [ˌsʌbtəˌreɪnɪənˈrʌnə]
aerial runner
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
red runner, red light runner ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.