στο λεξικό PONS
pre·dic·tive [prɪˈdɪktɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. main·te·nance [ˈmeɪntənən(t)s] ΟΥΣ no pl
1. maintenance (preserving):
2. maintenance:
3. maintenance (department):
4. maintenance (maintenance costs):
5. maintenance (alimony):
6. maintenance ΝΟΜ (offence):
II. main·te·nance [ˈmeɪntənən(t)s] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
maintenance ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
maintenance
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
pre·dic·tive ˈmain·te·nance ΟΥΣ no pl ΤΕΧΝΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- predicative
- predicator
- predict
- predictability
- predictable
- predictive maintenance
- predictive power
- predictive validity
- predictor
- predigested
- predilection