στο λεξικό PONS
lend·er [ˈlendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
ˈmon·ey-lend·er ΟΥΣ
drunk·en [ˈdrʌŋkən] ΕΠΊΘ προσδιορ μειωτ
1. drunken person:
2. drunken (involving alcohol):
sunk·en [ˈsʌŋkən] ΕΠΊΘ
lender ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lender ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
commercial lender ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
sunken road ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.