στο λεξικό PONS
jun·gle [ˈʤʌŋgl̩] ΟΥΣ
2. jungle μτφ (confused mass):
jun·gle ˈgym ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
con·crete ˈjun·gle ΟΥΣ
-
- Betonwüste θηλ
as·phalt ˈjun·gle ΟΥΣ αμερικ οικ
ˈjun·gle fe·ver ΟΥΣ αργκ
pun·gent [ˈpʌnʤənt] ΕΠΊΘ
1. pungent also μειωτ (strong):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
plunge ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
departure lounge ΔΗΜ ΣΥΓΚ
tangent point ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.