jumpy [ˈʤʌmpi] ΕΠΊΘ οικ
1. jumpy (nervous):
2. jumpy (easily frightened):
- jumpy
-
3. jumpy (jerky):
- jumpy movement
-
4. jumpy (unsteady):
- jumpy market
-
5. jumpy (digressive):
- jumpy style
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.