στο λεξικό PONS
threat [θret] ΟΥΣ
1. threat (warning):
2. threat ΝΟΜ (menace):
-
- Klagedrohung θηλ
3. threat no pl (potential danger):
in·fla·tion·ary [ɪnˈfleɪʃənəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inflationary threat ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
inflationary ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.