I. ˈgood-for-noth·ing ΟΥΣ μειωτ
 
 Nichts·nutz <-es, -e> [ˈnɪçtsnʊts] ΟΥΣ αρσ μειωτ
Tau·ge·nichts <-[es], -e> [ˈtaugənɪçts] ΟΥΣ αρσ παρωχ
Tu·nicht·gut <-[e]s, -e> [ˈtu:nɪçtgu:t] ΟΥΣ αρσ
nichts·nut·zig ΕΠΊΘ μειωτ
He·rum·trei·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) μειωτ
1. Herumtreiber (Mensch ohne feste Arbeit, Wohnsitz):
2. Herumtreiber οικ (Streuner):
-  Herumtreiber(in)
 -  
 
-  Herumtreiber(in)
 -  
 
nüt·ze [ˈnʏtsə] ΕΠΊΘ κατηγορ, nutz [nʊts] ΕΠΊΘ κατηγορ νοτιογερμ, A
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.