στο λεξικό PONS
par·tici·pa·tory [pɑ:ˈtɪsɪpətəri, αμερικ pɑ:rˈtɪsəpəˌtɔ:ri] ΕΠΊΘ
I. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΟΥΣ
II. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΕΠΊΘ
1. convertible (changeable):
2. convertible ΧΡΗΜΑΤΟΠ (exchangeable):
cer·tifi·cate [səˈtɪfɪkət, αμερικ sɚˈ-] ΟΥΣ
1. certificate:
2. certificate ΚΙΝΗΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
convertible participatory certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
convertible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ, ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- convertible bond
- convertible bond fund
- convertible currency
- convertible debenture
- convertible debt instrument
- convertible participatory certificate
- convertible participatory right
- convertor
- convex
- convex bank
- convexity