στο λεξικό PONS
im·por·tance [ɪmˈpɔ:tən(t)s, αμερικ -ˈpɔ:r-] ΟΥΣ no pl
I. com·mer·cial [kəˈmɜ:ʃəl, αμερικ -ˈmɜ:r-] ΕΠΊΘ
1. commercial (relating to commerce):
2. commercial μειωτ (profit-orientated):
- commercial production, movie, record
-
- commercial production, movie, record
-
3. commercial ΡΑΔΙΟΦ, TV (paid for by advertisements):
4. commercial (available to general public):
II. com·mer·cial [kəˈmɜ:ʃəl, αμερικ -ˈmɜ:r-] ΟΥΣ
commercial ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
importance ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
commercial importance [kəˈmɜːʃlˌɪmˈpɔːtns]
commercial ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.