στο λεξικό PONS
cen·tral ˈpar·ity ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Leitparität θηλ
par·ity [ˈpærəti, αμερικ ˈperət̬i] ΟΥΣ no pl
1. parity (equality):
2. parity ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
cen·tral [ˈsentrəl] ΕΠΊΘ
1. central (in the middle):
2. central (paramount):
3. central (national):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
central parity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Leitparität θηλ
parity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.