στο λεξικό PONS
ba·sic ˈin·come ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Basisgewinn αρσ
ba·sic [ˈbeɪsɪk] ΕΠΊΘ
1. basic (fundamental):
2. basic (elementary):
3. basic (very simple):
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
basic income ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Basisgewinn αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.