στο λεξικό PONS
mak·er [ˈmeɪkəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
ˈfilm-mak·er ΟΥΣ
es·ˈpres·so mak·er ΟΥΣ
ˈcof·fee mak·er ΟΥΣ
ˈfur·ni·ture maker ΟΥΣ
ˈpoli·cy mak·er ΟΥΣ
ˈprice mak·er ΟΥΣ
electronics maker ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market maker ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
price maker ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Preissetzer αρσ
market maker system ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
trip maker
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.