I. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΕΠΊΘ
II. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΟΥΣ
1. explosive usu pl (substance):
- explosive
-
2. explosive ΓΛΩΣΣ:
- explosive
-
- explosive
-
ex·plo·sive de·ˈvice ΟΥΣ
- explosive device
-
plas·tic ex·ˈplo·sive ΟΥΣ
- plastic explosive
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.