Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. funny [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2. funny (odd):
II. funny [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΡΡ οικ
funny walk, talk, act:
στο λεξικό PONS
funny <-ier, -iest> [ˈfʌni] ΕΠΊΘ
2. funny (odd, peculiar):
3. funny (dishonest):
4. funny (not working or feeling well):
funny <-ier, -iest> [ˈfʌn·i] ΕΠΊΘ
2. funny (odd, peculiar):
3. funny (dishonest):
4. funny (not working or feeling well):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rinse out
- Rio de Janeiro
- riot
- Riot Act
- riot control
- riotously funny
- riotousness
- riot police
- riot shield
- riot squad
- rip