Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
invétéré (invétérée) [ɛ̃veteʀe] ΕΠΊΘ
1. invétéré (impénitent):
2. invétéré (enraciné):
I. racine [ʀasin] ΟΥΣ θηλ
2. racine (source):
3. racine ΑΝΑΤ:
II. racines ΟΥΣ θηλ πλ
III. racine [ʀasin]
στο λεξικό PONS
I. profond(e) [pʀɔfɔ̃, ɔ̃d] ΕΠΊΘ
1. profond (qui s'enfonce loin):
2. profond (très grand):
3. profond postposé (caché):
4. profond (↔ superficiel, léger):
I. profond(e) [pʀɔfo͂, o͂d] ΕΠΊΘ
2. profond (très grand):
3. profond postposé (caché):
4. profond (↔ superficiel, léger):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.