Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


inveterate [βρετ ɪnˈvɛt(ə)rət, αμερικ ɪnˈvɛdərət] ΕΠΊΘ
- inveterate
-


-
- inveterate
-
- inveterate
-
- inveterate
στο λεξικό PONS


inveterate [ɪnˈvetərət, αμερικ -ˈvet̬-] ΕΠΊΘ μειωτ
inveterate liar, smoker:
- inveterate criminal
- récidiviste αρσ θηλ


- invétéré(e)
- inveterate


inveterate [ɪn·ˈvet̬· ə r·ət] ΕΠΊΘ μειωτ
inveterate liar, smoker:
- inveterate criminal
- récidiviste αρσ θηλ


- invétéré(e)
- inveterate
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- inveterate criminal
- récidiviste αρσ θηλ