Oxford Spanish Dictionary
inveterate [αμερικ ɪnˈvɛdərət, βρετ ɪnˈvɛt(ə)rət] ΕΠΊΘ τυπικ usu προσδιορ
1. inveterate thief/gambler/liar:
- inveterate
-
2. inveterate loathing/distaste/hostility:
- inveterate
-
στο λεξικό PONS
inveterate [ɪnˈvetərət, αμερικ -ˈvet̬-] ΕΠΊΘ
- inveterado (-a)
- inveterate
inveterate [ɪn·ˈvet̬·ər·ət] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.