Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Mundvoll“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Mundvollπαλαιότ

Mundvoll → Mund

Βλέπε και: Mund

Mund <-[e]s, Münder> [munt, Plː ˈmʏndɐ] ΟΥΣ αρσ

2. Mund οικ (Mundwerk):

ouvrir sa gueule πολύ οικ!
boucle-la ! οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Mundvoll" σε άλλες γλώσσες

"Mundvoll" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina