Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: diriger , transiger , quadrige και corriger

II . corriger [kɔʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. corriger (se désaccoutumer):

quadrige [kadʀiʒ] ΟΥΣ αρσ

I . diriger [diʀiʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina