Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'apprend“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . apprendre [apʀɑ͂dʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

4. apprendre (devenir capable de):

III . apprendre [apʀɑ͂dʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Elle s'apprend traditionnellement à l'oreille même par des musiciens sachant lire les partitions.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina