Γαλλικά » Γερμανικά

I . naitreNO [nɛtʀ], naîtreOT ΡΉΜΑ αμετάβ +être

4. naitre (être destiné à):

II . naitreNO [nɛtʀ], naîtreOT ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ +être λογοτεχνικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina