ouiller στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για ouiller στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

III.se dérouiller ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. brouiller (rendre trouble):

1. se brouiller (se fâcher):

Βλέπε και: œuf

1. œuf:

œuf ΖΩΟΛ, ΜΑΓΕΙΡ
œuf clair ΙΑΤΡ
œufs à la neige ΜΑΓΕΙΡ

ouiller στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για ouiller στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

I.grat(t)ouiller [gʀatuje] ΡΉΜΑ αμετάβ

II.grat(t)ouiller [gʀatuje] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fouiller (inspecter):

ouiller Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

ouiller Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Elle est utilisée pour ouiller les fûts, c'est-à-dire compléter leur niveau, jusqu'à la bonde.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski