I.crawl [βρετ krɔːl, αμερικ krɔl] ΟΥΣ
2. crawl (slow pace):
II.crawl [βρετ krɔːl, αμερικ krɔl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. crawl insect, snake, person:
2. crawl (on all fours):
3. crawl (move slowly):
6. crawl (flatter, creep):
- crawl οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.