Oxford Spanish Dictionary
puente1 ΕΠΊΘ invariable
puente → crédito
préstamo ΟΥΣ αρσ
crédito ΟΥΣ αρσ
1.1. crédito (en un negocio):
2.1. crédito (credibilidad):
2.2. crédito (prestigio, fama):
puente2 ΟΥΣ αρσ puente
1. puente ΜΗΧΑΝΟΛ:
3. puente ΗΛΕΚ:
4. puente (vacación):
στο λεξικό PONS
puente ΟΥΣ αρσ
1. puente ΝΑΥΣ (construcción, de las gafas):
puente [ˈpwen·te] ΟΥΣ αρσ
1. puente tb. ΝΑΥΣ, ΗΛΕΚ (construcción, de las gafas):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.