Oxford Spanish Dictionary
incapaz1 ΕΠΊΘ
1. incapaz [ser] (de un logro, una hazaña):
incapaz2 ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
incapaz ΕΠΊΘ
2. incapaz ΝΟΜ (sin capacidad legal):
incapaz [in·ka·ˈpas, -ˈpaθ] ΕΠΊΘ
2. incapaz ΝΟΜ (sin capacidad legal):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.