Oxford Spanish Dictionary
inútil1 ΕΠΊΘ
1.1. inútil esfuerzo/papeleo:
- inútil
-
1.2. inútil trasto:
- inútil
-
2.1. inútil (incompetente):
- inútil
-
2.2. inútil ΣΤΡΑΤ (no apto):
- inútil
-
στο λεξικό PONS
I. inútil [in·ˈu·til] ΕΠΊΘ
II. inútil [in·ˈu·til] ΟΥΣ αρσ θηλ (torpe)
- inútil
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.