Oxford Spanish Dictionary
aritmético1 (aritmética) ΕΠΊΘ
- aritmético (aritmética)
-
aritmético2 (aritmética) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- aritmético (aritmética)
-
στο λεξικό PONS
aritmético (-a) ΕΠΊΘ
- aritmético (-a)
-
aritmético (-a) [a·rit·ˈme·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- aritmético (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.