I. ganz [gants] ΕΠΊΘ
1. ganz (gesamt, vollzählig):
2. ganz (vollständig, nicht geteilt):
3. ganz οικ (alle):
4. ganz οικ (all der/die/das ...):
5. ganz οικ (unbeschädigt):
- etw [wieder] ganz machen (ganzmachen)
- rafistoler qc οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.