I. vérité [veʀite] ΟΥΣ θηλ
II. vérité [veʀite] ΠΑΡΆΘ
- vérité cinéma, roman, théâtre
-
III. vérité [veʀite]
-
- Binsenwahrheit θηλ
-
- Binsenweisheit θηλ
contrevéritéNO [kɔ͂tʀəveʀite], contre-véritéOT ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- vérité capitale
- Grundwahrheit θηλ
- vérité première
- en vérité
- reconstitution de la vérité
- Wahrheitsfindung θηλ