durch|seinπαλαιότ
durchsein → durch I.1, II.2, 3, 4, 5, 6
I. durch ΠΡΌΘ +αιτ
1. durch (hindurch):
2. durch (mit Hilfe):
3. durch (aufgrund, infolge):
5. durch (während):
II. durch ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.