accident [aksidɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. accident (événement grave entraînant des dégâts):
2. accident ΙΑΤΡ:
3. accident (événement fâcheux, contretemps):
II. accident [aksidɑ͂]
occident [ɔksidɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. occident ΠΟΛΙΤ:
I. accidenté(e) [aksidɑ͂te] ΕΠΊΘ
1. accidenté (inégal):
2. accidenté (qui a eu un accident):
II. accidenté(e) [aksidɑ͂te] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- laborieux
- labour
- labourable
- labourage
- labourer
- laccident
- lacer
- lacération
- lacérer
- lacet
- lâchage